- αλαφροποινίτης
- -ίτισσα, -ίτικοο ελαφροποινίτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + ποινή + παραγ. κατάλ. -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
ελαφροποινίτης — και αλαφροποινίτης, ο (θηλ. αλαφροποινίτισσα) κατάδικος που εκτίει μικρή ποινή … Dictionary of Greek